- σφυγμικῶς
- σφυγμικόςof the pulseadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφυγμικός — ή, ό / σφυγμικός, ή, όν, ΝΑ [σφυγμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφυγμό. επίρρ... σφυγμικῶς Α όπως ο σφυγμός, με ανάλογη παλμική κίνηση … Dictionary of Greek